- ὄψεως
- ὄψεω̆ς , ὄψιςaspectfem gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίκοψις — όψεως, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη … Dictionary of Greek
πρόκοψις — όψεως, ἡ, Α [προκόπτω] 1. η προκοπή 2. επιληπτική κρίση … Dictionary of Greek
πρόοψις — όψεως, ἡ, Α [ὄψις] 1. πρόβλεψη 2. δυνατότητα θέας 3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι … Dictionary of Greek
πρόσκοψις — όψεως, ἡ, Α [προσκόπτω] προστριβή … Dictionary of Greek
ριψαλίδοψις — όψεως, η Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες τής τάξης κακτώδη … Dictionary of Greek
υπέροψις — όψεως, ἡ, Α υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεροψ τού ὑπερορῶ «παραβλέπω» (πρβλ. μέλλ. ὑπερόψ ομαι) + κατάλ. ις] … Dictionary of Greek
φάκοψις — όψεως, ὁ, ἡ, ΜΑ φακοφόρος*, φακᾱς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + ὄψις] … Dictionary of Greek
φαλαίνοψις — όψεως, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phalaenopsis < φάλαινα + ὄψις] … Dictionary of Greek
χοίροψις — όψεως, η, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, ο πυγμαίος ιπποπόταμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. choeropsis (< χοίρος + όψις«όψη»)] … Dictionary of Greek
όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… … Dictionary of Greek